- συγκαθαίρω
- συγκαθαίρω,A purify together, at the same time, in [voice] Pass., Ph.1.647.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκαθαίρω — Α εξαγνίζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαίρω «εξαγνίζω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
συγκαθαιρώ — και ιων. τ. συγκαταιρῶ, έω, Α 1. καταβάλλω συγχρόνως 2. καταβάλλω μαζί με άλλους 3. (γενικά) εκτελώ κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαιρῶ «καταβάλλω, κατορθώνω»] … Dictionary of Greek
συγκαθαγνίζω — Μ συγκαθαίρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαγνίζω «εξαγνίζω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
συγκαταιρώ — έω, Α ιων. τ. βλ. συγκαθαιρῶ … Dictionary of Greek